- κερατοπλαστική ή κερατοπλασία
- Εγχείρηση με σκοπό τη μεταμόσχευση του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού. Πραγματοποιείται όταν υπάρχουν μόνιμες θολερότητες του κερατοειδούς, διαθλαστικές ανωμαλίες που προκαλούν σοβαρή μείωση της όρασης καθώς και για τη μερική ή ολοκληρωτική επαναφορά της. Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται και για λόγους αποκλειστικά αισθητικούς. Μπορεί να αντικατασταθεί η επιφανειακή στιβάδα του κερατοειδούς ή ολόκληρο το πάχος του τοιχώματός του. Με την κ. αφαιρείται ο κερατοειδής που πάσχει· στη θέση του τοποθετείται ένας δίσκος κερατοειδούς, όμοιος ως προς το σχήμα και το μέγεθος με αυτόν που αφαιρέθηκε, ο οποίος προέρχεται από τον οφθαλμό κατάλληλου δότη.
Dictionary of Greek. 2013.